αλεώριο

αλεώριο
το Ναυτ.
χαρακτηριστικό σημάδι σε επικίνδυνα αβαθή μέρη ή υφάλους. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται πια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀλεωρή* «αποφυγή, μέσον αποφυγής». Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. balise].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλεωρή — ἀλεωρή, η (Α) (ο τύπος ιωνικός στην αττική διάλεκτο ἀλεωρά) 1. αποφυγή, διαφυγή 2. το μέσον διαφυγής ή αποφυγής, προστασία, άμυνα, υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. *ἀλεF ωλή (< θ. τού ρήμ. ἀλέομαι*), απ’ όπου προήλθε με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”